- ἀνυδρίᾳ
- ἀνυδρίαι , ἀνυδρίαwant of waterfem nom/voc plἀνυδρίᾱͅ , ἀνυδρίαwant of waterfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνυδρία — ἀνυδρίᾱ , ἀνυδρία want of water fem nom/voc/acc dual ἀνυδρίᾱ , ἀνυδρία want of water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανυδρία — η (Α ἀνυδρία) έλλειψη νερού, λειψυδρία, ανομβρία … Dictionary of Greek
ανυδρία — η αναβροχιά, ξηρασία: Μεγάλη ανυδρία και η φετινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνυδρίας — ἀνυδρίᾱς , ἀνυδρία want of water fem acc pl ἀνυδρίᾱς , ἀνυδρία want of water fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδρίαι — ἀνυδρία want of water fem nom/voc pl ἀνυδρίᾱͅ , ἀνυδρία want of water fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδρίαν — ἀνυδρίᾱν , ἀνυδρία want of water fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδρίαις — ἀνυδρία want of water fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδρίης — ἀνυδρία want of water fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безводиѥ — БЕЗВОДИ|Ѥ (10), ˫А с. Отсутствие воды: безъводиемь прѣсхнете (ἀνυδρίᾳ) КР 1284, 377а; бо˫ащесѩ, да не и сами погыбноуть безводьѥмь ѡ(т) поустаго мѣста того безъводнаго. (ἐκ τῆς ἀνυδρίας) ГА XIII XIV, 192г; изнемогли бо сѩ бѩху безводьемь. ||=и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αβροχιά — και αναβροχιά, η (Α ἀβροχία) [άβροχος] έλλειψη βροχής, ανομβρία, ανυδρία, ξηρασία … Dictionary of Greek